- πολυμερῶν
- πολυμερήςconsisting of many partsmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυσουλφόνες — οι, Ν (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, θερμοπλαστικών πολυμερών, με ικανοποιητικές μηχανικές ιδιότητες, όπως συνεκτικότητα, δυσκαμψία κ.ά., που επιδέχονται περαιτέρω βελτίωση με προσθήκη πληρωτικών υλικών, υαλοβάμβακα ή… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Κάροδερς, Γουάλας Χιουμ — (Wallace Hume Carothers, Μπέρλινγκτον, Αϊόβα 1896 – Φιλαδέλφεια, Πενσιλβάνια 1937). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Ιλινόις το 1921 και αφού ολοκλήρωσε το διδακτορικό του (1924) δίδαξε οργανική χημεία στο Ιλινόις και στο… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… … Dictionary of Greek
Τσήγκλερ, Καρλ — (Ziegler, Έλσε – Έσεν 1898). Γερμανός χημικός. Καθηγητής της χημείας στο Ινστιτούτο του Μάρμπουργκ, αργότερα στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και Χάλης, και από το 1943 διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ του Μίλχαϊμ (Ρουρ). Ασχολήθηκε με την… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek